θραύσμασι

θραύσμασι
θραῦσμα
scab
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκαλινδούμαι — έομαι, Α σχηματίζω κυματισμούς γύρω από κάτι («τὸν ἀέρα συγκαλινδεῑσθαι τοῑς ἐκ φωνῆς θραύσμασι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”